Η ικανότητα μιας γυναίκας να βιώνει οργασμό φαίνεται να επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Αυτοί μπορεί να είναι νευρο-ανατομικοί, φυσιολογικοί, ψυχολογικοί, κοινωνικο-πολιτιστικοί, και αλληλεπιδραστικοί. Ωστόσο, κανένας δεν έχει επιβεβαιωθεί ως πρωταρχικός ή απόλυτος.
Α) Νευροφυσιολογικοί παράγοντες:
Αρκετές ανατομικές περιοχές είναι σημαντικές για την εμπειρία του οργασμού (κλειτορίδα, κόλπος, μικρά χείλη του αιδοίου, είσοδος του κόλπου). Αυτές οι περιοχές, ειδικά η κλειτορίδα έχουν πολλά νεύρα, καθώς και δυνατότητα αγγειοδιαστολής. Ο κόλπος είναι σχετικά αναίσθητος στο άγγιγμα, αν και βαθιά, δυνατή πίεση μπορεί να λειτουργήσει ως αισθητικό ερέθισμα. Ο εγκέφαλος είναι, επίσης, σημαντική πηγή σεξουαλικής διέγερσης και οργασμού στις γυναίκες. Τραυματισμός ή νόσος στις περιοχές αυτές μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα μιας γυναίκας για οργασμό.
Άλλα αίτια -που εμπλέκουν νευροφυσιολογικούς παράγοντες- των προβλημάτων οργασμού μπορεί να είναι ασθένειες -όπως η πολλαπλή σκλήρυνση και ο διαβήτης με περιφερική νευροπάθεια-, επεμβάσεις στην κοιλιακή χώρα που αποκόβουν αγγειακό ιστό και επηρεάζουν τη λειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος, καθώς και υστερεκτομή και/ή ωοθηκεκτομή.
Επιπλέον, ορισμένα φάρμακα (π.χ. αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωτικά) επηρεάζουν την ικανότητα των γυναικών για οργασμό.
Β) Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες:
Η ηλικία, η εκπαίδευση, η κοινωνική τάξη, η θρησκεία, και η προσωπικότητα είναι μεταβλητές που φαίνονται να σχετίζονται με το γυναικείο οργασμό. Οι νεαρότερες γυναίκες (18-24 ετών), ίσως λόγω έλλειψης εμπειρίας, έχουν μικρότερη συχνότητα οργασμού σε σχέση με τις μεγαλύτερες. Οι γυναίκες με υψηλότερη μόρφωση αναφέρουν συχνότερα οργασμό κατά τον αυνανισμό σε σχέση με τις γυναίκες χωρίς ανώτερη εκπαίδευση. Μια πιθανή εξήγηση για αυτό είναι ίσως ότι πιο μορφωμένες μπορεί να έχουν πιο φιλελεύθερες απόψεις για τη σεξουαλικότητα και να θεωρούν την ευχαρίστηση κύριο στόχο της σεξουαλικής δραστηριότητας. Επίσης, έχει παρατηρηθεί αρνητική σχέση μεταξύ της υψηλής θρησκευτικότητας και της ικανότητας για οργασμό, ίσως λόγω σεξουαλικών ενοχών. Οι ενοχές εμποδίζουν τον οργασμό μέσω γνωστικών μηχανισμών, όπως διαδικασίες περισπασμού. Χαμηλή οργασμική εμπειρία συνδέεται, επίσης, με απώλεια στην παιδική ηλικία ή αποχωρισμό από τον πατέρα, πατέρες συναισθηματικά μη διαθέσιμους ή πατέρες με τους οποίους οι γυναίκες δεν είχαν θετική σχέση στην παιδική ηλικία. Η εξήγηση είναι ότι η υψηλή διέγερση, που είναι απαραίτητη για τον οργασμό, δημιουργεί μια πιο ευάλωτη συναισθηματική κατάσταση που είναι απειλητική για τις γυναίκες που ανησυχούν ιδιαίτερα για πιθανές απώλειες.
Περαιτέρω παράγοντες κινδύνου για προβλήματα οργασμού είναι η μείωση του εισοδήματος, το μη συχνό σεξ, οι μη συχνές σκέψεις για σεξ, ιστορικό σεξουαλικής παρενόχλησης, η γυναίκα να έχει αγγιχτεί σεξουαλικά πριν την εφηβεία, και σεξουαλικός εξαναγκασμός από άνδρα. Η κατάθλιψη οδηγεί σε οργασμικά προβλήματα έμμεσα μέσω της μειωμένης επιθυμίας. Το άγχος είναι ακόμα ένας επιβαρυντικός παράγοντας.
Γ) Αλληλεπιδραστικοί παράγοντες:
Τέλος, η συζυγική ικανοποίηση, η συζυγική προσαρμογή, η ευτυχία, και η σταθερότητα στη σχέση φαίνεται ότι σχετίζονται με τον οργασμό όσον αφορά τη συνέπεια με την οποία βιώνεται, την ποιότητά του και την ικανοποίηση που αντλεί η γυναίκα. Αυτό γίνεται μάλλον έμμεσα, μέσω της αυξημένης επικοινωνίας του ζευγαριού, της σεξουαλικά ευχάριστης δραστηριότητας, του μειωμένου άγχους, και της ενίσχυσης των υποκειμενικών και συναισθηματικών ποιοτήτων του οργασμού.