Ένας από τους παράγοντες που μπορούν να εμποδίσουν την επικοινωνία μεταξύ ετεροφυλόφιλων συντρόφων είναι η διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών στον τρόπο που σχετίζονται με τους άλλους ανθρώπους. Σύμφωνα με τη Deborah Tannen (1990, 1994), η οποία είναι καθηγήτρια γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Georgetown, οι άνδρες και οι γυναίκες συχνά έχουν διαφορετικούς στόχους επικοινωνίας. Οι άνδρες χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να μεταδώσουν πληροφορίες, να επιτύχουν στάτους σε μία ομάδα, να αμφισβητήσουν τους άλλους, και να εμποδίσουν τη χειραγώγησή τους. Οι άνδρες συχνά μπαίνουν σε μία συζήτηση ανησυχώντας για το ποιος έχει το «επάνω χέρι». Από αυτή την οπτική, η επικοινωνία γίνεται ένα είδος συναγωνισμού με σκοπό το άτομο να αποφύγει να είναι ο «χαμένος» της συζήτησης. Ένας άνδρας που λειτουργεί σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να είναι υπερβολικά ευαίσθητος σχετικά με την αναζήτηση συμβουλών ή προτάσεων για το πώς να ανταποκριθεί σε μία συγκεκριμένη κατάσταση (σεξουαλική ή άλλου είδους), για το να του πούνε να κάνει κάτι, ή για την επίδοση σε οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά η οποία έστω και λίγο μοιάζει με το να έχει ο ίδιος το «κάτω χέρι».
Σε αντίθεση, η Tannen υποστηρίζει ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να επιτύχουν και να μοιραστούν οικειότητα, να προωθήσουν το δέσιμό τους, και να εμποδίσουν τους άλλους από το να τις απομακρύνουν. Οι γυναίκες τυπικά δεν κοινωνικοποιούνται για να χρησιμοποιούν τη γλώσσα ως αμυντικό όπλο ώστε να αποφύγουν την κυριαρχία ή τον έλεγχο των άλλων. Αντιθέτως, η ανησυχία τους είναι συχνά να χρησιμοποιήσουν το διάλογο ως έναν τρόπο για να έρθουν κοντά σε ένα άλλο άτομο και για να κρίνουν το πόσο κοντά ή μακριά είναι από ένα σύντροφο που εκτιμούν.
Ο στόχος μια γυναίκας η οποία συζητάει τις ανησυχίες της είναι συχνά η δημιουργία μιας αίσθησης μοιράσματος και εμπιστοσύνης καθώς και του συναισθήματος ότι δεν είναι μόνη. Θέλει μια απάντηση που να λέει, «Καταλαβαίνω, το έχω νιώσει κι εγώ». Αυτή η απάντηση τοποθετεί και τους δύο συνομιλητές σε παρόμοια θέση, επιτρέποντας στην οικειότητα να οικοδομηθεί γύρω από την ισότητα. Μία γυναίκα μπορεί να επιζητά μόνο την κατανόηση ή μία προθυμία να μιλήσει ανοιχτά για μία ανησυχία, αλλά ο σύντροφός της συχνά είναι πιθανό να απαντήσει με συμβουλή ή λύσεις. Αυτή η απόκριση τον βάζει σε μία θέση στην οποία έχει πιο πολλές γνώσεις, είναι πιο λογικός, κι έχει μεγαλύτερο έλεγχο –με άλλα λόγια, έχει το επάνω χέρι. Αυτό συμβάλει στην αίσθηση της απομάκρυνσης μεταξύ των συντρόφων. Οι γυναίκες μπορούν να ελαχιστοποιήσουν αυτή τη –διαβρωτική για τη σχέση- επίδραση λέγοντας με σαφήνεια στο σύντροφό τους ότι, όταν ασχολούνται με συναισθηματικά προβλήματα ή θέματα οικειότητας, δε θέλουν να ακούσουν γρήγορα προτεινόμενες λύσεις. Αντιθέτως, θέλουν ο σύντροφός τους να ακούσει τις ανησυχίες τους και να είναι πρόθυμος να συζητήσει ανοιχτά και να μοιραστεί τις απόψεις του σχετικά με τα προβλήματα επί ίσοις όροις.
Από την έκδοση της έρευνας της Tannen κι έπειτα, πολλές έρευνες έχουν εξετάσει τις διαφορές των φύλων στα στιλ επικοινωνίας. Μία ανασκόπηση ενός μεγάλου αριθμού αυτών των μελετών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διαφορές μεταξύ των επικοινωνιακών στιλ ανδρών και γυναικών είναι, γενικώς, σχετικά μικρές. Σαφώς, οι διαφορές μεταξύ των φύλων που έχουν περιγράψει η Tannen και άλλοι ερευνητές υπάρχουν, όπως επαληθεύτηκε και από αυτή τη βιβλιογραφική ανασκόπηση. Ωστόσο, οι διαφορές δεν είναι τόσο μεγάλες ώστε να υπονοούν ότι τα φύλα προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες. Πράγματι, οι έρευνες υποδηλώνουν ότι οι ομοιότητες υπερκεράζουν τις διαφορές στα στιλ επικοινωνίας ανδρών και γυναικών. Οι άνδρες και οι γυναίκες μπορούν να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά πάνω σε ένα μεγάλο εύρος θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής οικειότητας. Η επίγνωση των διαφορών μεταξύ των φύλων που περιέγραψε η Tannen μπορεί μόνο να βελτιώσει την επικοινωνία μεταξύ των φύλων.