Οι βιοψυχοκοινωνικές θεωρίες για το σεξουαλικό προσανατολισμό αναγνωρίζουν ότι ένας αριθμός πολύπλοκων και ποικίλων δυνάμεων επενεργεί στα ανθρώπινα όντα ώστε να δημιουργηθούν διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις. Αυτές οι θεωρίες υποστηρίζουν ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι απλώς ένα προϊόν ενός γονιδίου αλλά επηρεάζεται από περισσότερους παράγοντες, και ότι η γενετική δημιουργεί ορισμένες προδιαθέσεις που μπορούν να εκδηλωθούν μόνο υπό ορισμένες περιβαλλοντικές προϋποθέσεις.
Η πρώτη θεωρία με την οποία θα ασχοληθούμε είναι του κοινωνικού ψυχολόγου Daryl Bem (θεωρία «το εξωτικό γίνεται ερωτικό»), ο οποίος υποστηρίζει ότι τα άτομα δε γεννιούνται με έναν ορισμένο σεξουαλικό προσανατολισμό. Αντιθέτως, προτείνει ότι οι άνθρωποι γεννιούνται με ένα ταπεραμέντο που τους προδιαθέτει να προτιμούν μερικές δραστηριότητες αντί για άλλες. Γενικά μιλώντας, το ταπεραμέντο οδηγεί τους ανθρώπους να προτιμούν συμπεριφορές που είναι τυπικές του φύλου τους (δηλ. τα αγόρια τείνουν να προτιμούν δραστηριότητες που είναι τυπικές για τους άνδρες όπως ανταγωνιστικά αθλήματα, ενώ τα κορίτσια τείνουν να προτιμούν τυπικές θηλυκές δραστηριότητες όπως το παιχνίδι με συνεργασία). Ως αποτέλεσμα, οι περισσότεροι άνθρωποι παρουσιάζουν συμμόρφωση με το φύλο τους ως παιδιά. Ωστόσο, τα ταπεραμέντα κάποιων παιδιών τα οδηγούν να προτιμούν δραστηριότητες που τυπικά συσχετίζονται με το άλλο φύλο. Αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν μη συμμόρφωση με το φύλο τους.
Ανεξάρτητα από το αν παρουσιάζουν συμμόρφωση ή μη, τα παιδιά τείνουν να επιλέγουν συντρόφους για το παιχνίδι που απολαμβάνουν τις ίδιες δραστηριότητες. Το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι τα παιδιά που συμμορφώνονται με το φύλο τους θα αρχίσουν να βλέπουν τους εαυτούς τους ως κάτι διαφορετικό από τα παιδιά του άλλου φύλου, ενώ τα παιδιά που δε συμμορφώνονται με το φύλο τους θα αρχίσουν να νιώθουν διαφορετικά από τα παιδιά του ίδιου φύλου. Με άλλα λόγια, τα άτομα καταλήγουν να θεωρούν εξωτικούς αυτούς που επιδίδονται σε διαφορετικές δραστηριότητες. Ο Bem υποστηρίζει ότι αυτά τα αισθήματα διαφορετικότητας προκαλούν μη σεξουαλική φυσιολογική διέγερση όποτε ένα παιδί είναι κοντά σε συνομηλίκους από τους οποίους το παιδί αυτό αισθάνεται διαφορετικό. Στην εφηβεία, όταν αρχίζει η ανάπτυξη σεξουαλικών αισθημάτων, αυτή η φυσιολογική διέγερση τελικά μετατρέπεται σε σεξουαλική διέγερση. Έτσι, το εξωτικό γίνεται ερωτικό.
Η θεωρεία του Bem έχει λάβει έπαινο για τον τρόπο με τον οποίο συνδέει τις βιολογικές με τις περιβαλλοντικές επιδράσεις. Υπάρχει επίσης μεγάλη στήριξη για το μοντέλο αυτό καθώς η μη συμμόρφωση με το φύλο στην παιδική ηλικία είναι όντως ένας από τους ισχυρότερους δείκτες πρόβλεψης της ενήλικης ομοφυλοφιλίας. Για παράδειγμα, σε μία μελέτη στην οποία ζητήθηκε από ετεροφυλόφιλους και ομοφυλόφιλους άνδρες και γυναίκες να δείξουν βίντεο από την παιδική τους ηλικία, βρέθηκε ότι τα παιδιά που ως ενήλικες εκδήλωσαν ομοφυλοφιλία παρουσίαζαν σημαντικά μεγαλύτερη μη συμμόρφωση με το φύλο τους σε σχέση με τα παιδιά που ως ενήλικες εκδήλωσαν ετεροφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό.
Παρ’ όλ’ αυτά, η εγκυρότητα αυτού του μοντέλου έχει αμφισβητηθεί για πολλούς λόγους. Αρχικά, κάποιοι έχουν σχυριστεί ότι δεν εφαρμόζεται εξίσου σε άνδρες και γυναίκες. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός μπορεί να αναπτύσσεται και και να εκφράζεται διαφορετικά στα φύλα και ίσως μία μεμονωμένη θεωρία δεν μπορεί να το εξηγήσει αυτό. Επιπλέον, το μοντέλο του Bem φαίνεται να υπονοεί ότι αν κανείς μπορεί να αλλάξει τη φύση της συμπεριφοράς ενός παιδιού, θα μπορούσε ίσως να επηρεάσει το σεξουαλικό προσανατολισμό αυτού του παιδιού, κάτι με το οποίο θα διαφωνούσαν οι περισσότεροι ψυχολόγοι.
Η αναπτυξιακή ψυχολόγος Lisa Diamond προσφέρει μία μάλλον διαφορετική οπτική για την προέλευση του σεξουαλικού προσανατολισμού. Υποστηρίζει ότι ο τελευταίος μπορεί να έχει ένα πιο ισχυρό βιολογικό συστατικό στους άνδρες από ότι στις γυναίκες. Συγκεκριμένα, υιοθετεί την άποψη ότι οι άνδρες είναι πιο πιθανό να είναι πιο «σκληρά καλωδιωμένοι» για έλξη από ένα φύλο, ενώ η σεξουαλικότητα των γυναικών είναι λιγότερο πιθανό να είναι εστιασμένη σε μία συγκεκριμένη κατηγορία. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να βιώσουν διαφοροποιήσεις στα μοτίβα τους της σεξουαλικής έλξης από ότι οι άνδρες.
Στοιχεία που στηρίζουν αυτή την υπόθεση προέρχονται από μία μακροχρόνια έρευνα της Diamond στην οποία μελέτησε 100 γυναίκες για σχεδόν 10 χρόνια και βρήκε ότι περίπου τα 2/3 αυτών των γυναικών άλλαξαν την ταμπέλα του σεξουαλικού τους προσανατολισμού τουλάχιστον μία φορά, και αυτές οι αλλαγές ήταν προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις (δηλ. κάποιες γυναίκες από λεσβίες έγιναν αμφιφυλόφιλες, κάποιες έγιναν από αμφιφυλόφιλες ετεροφυλόφιλες, κτλ). Αυτές οι αλλαγές συχνά συνέπιπταν με το ποιος ήταν ο συγκεκριμένος σεξουαλικός ή ερωτικός σύντροφος τη δεδομένη στιγμή. Η Diamond ονόμασε το μοτίβο αυτής της συμπεριφοράς σεξουαλική ρευστότητα και το περιέγραψε ως η ικανότητα προσαρμογής της σεξουαλικής και ρομαντικής έλξης προς ένα συγκεκριμένο άτομο αντί για μια συνολική κατηγορία φύλου. Αν και η έρευνα της Diamond φαίνεται να υποδηλώνει ότι η σεξουαλική ρευστότητα είναι αποκλειστικό φαινόμενο των γυναικών, μία εθνική έρευνα στις Ην. Πολιτείες, στην οποία μελετήθηκαν άνδρες για 10 χρόνια, βρήκε ότι περίπου οι μισοί από τους αμφιφυλόφιλους άνδρες άλλαξαν την ταυτότητά τους με την πάροδο του χρόνου. Φυσικά, το δείγμα ήταν πολύ μικρό (μόνο 34 συμμετέχοντες αυτοπροσδιορίζονταν αμφιφυλόφιλοι στην αρχή της μελέτης), αλλά υποδηλώνει ότι για τουλάχιστον ένα μικρό αριθμό ανδρών, η σεξουαλική ρευστότητα μπορεί να είναι δυνατή και ότι το να είναι κανείς άνδρας δε σημαίνει απαραίτητα ότι έχει άκαμπτη σεξουαλικότητα.
Η οπτική της Diamond είναι παρόμοια με τη θεωρία του Bem στο ότι υποστηρίζει ότι η βιολογία δημιουργεί μία σεξουαλική δυνατότητα που επηρεάζεται από κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Είναι ίσως καλύτερο να δούμε τη δουλειά της Diamond ως συμπληρωματική της δουλειάς του Bem αντί ως εναλλακτική επειδή η καθεμία μπορεί να είναι καλύτερη στο να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη φύση του σεξουαλικού προσανατολισμού σε διαφορετικά φύλα.
Φυσικά, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι αυτή η οπτική, όπως και όλες οι υπόλοιπες θεωρίες για την προέλευση του σεξουαλικού προσανατολισμού έχει έμφυτους περιορισμούς. Για παράδειγμα, αν και τα 2/3 των γυναικών στην έρευνα της Diamond επέδειξαν σεξουαλική ρευστότητα, το δείγμα της δεν ήταν αντιπροσωπευτικό. Επομένως, δε θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι όλες ή ακόμη και οι περισσότερες γυναίκες έχουν ρευστή σεξουαλικότητα, και δεν είναι καθόλου σαφές για ποιο λόγο κάποιες γυναίκες την έχουν και άλλες όχι.