Άρθρα,Για την Γυναίκα,Για τον Άνδρα

Τάνια Μπαταλαμά Σεξολόγος, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια Σεξουαλικών Δυσλειτουργιών.


Η γονόρροια είναι από τα πιο διαδεδομένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και ανήκει στην κατηγορία των βακτηριακών λοιμώξεων. Προκαλείται από το βακτήριο Neisseria gonorrhoeae (που επίσης ονομάζεται γονόκοκκος). Το βακτήριο του γονόκοκκου ζει στους ζεστούς βλεννογόνους μεμβρανώδεις ιστούς των γεννητικών οργάνων, του πρωκτού, και του λαιμού. Ο τρόπος μετάδοσης είναι μέσω της σεξουαλικής επαφής –της κολπικής διείσδυσης, του στοματικού σεξ, και της πρωκτικής επαφής (μέσω επαφής του πρωκτού με τα γεννητικά όργανα ή το στόμα).

Τα πρώιμα συμπτώματα της μόλυνσης από γονόρροια είναι πιο πιθανό να είναι εμφανή στους άνδρες παρά στις γυναίκες και τυπικά εμφανίζονται 1-5 μέρες μετά τη σεξουαλική επαφή με ένα μολυσμένο άτομο. Ωστόσο, τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν ακόμη και 30 ημέρες μετά την επαφή ή, σε ένα μικρό αριθμό περιπτώσεων, να μην εμφανιστούν καθόλου. Οι δύο πιο συχνές ενδείξεις μόλυνσης είναι ένα έκκριμα από το πέος με δυσάρεστη οσμή και ένα αίσθημα καύσου κατά την ούρηση. Μερικοί μολυσμένοι άνδρες επίσης έχουν πρησμένους και ευαίσθητους λεμφαδένες στη γεννητική περιοχή. Αυτά τα πρώιμα συμπτώματα μερικές φορές εξαφανίζονται μόνα τους χωρίς θεραπεία. Ωστόσο, δεν υπάρχει εγγύηση ότι η νόσος έχει εξαλειφθεί από το ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος. Τα βακτήρια μπορεί να είναι ακόμα παρόντα, και ο άνδρας μπορεί να εξακολουθεί να είναι ικανός να μολύνει ένα σύντροφο.

Εάν η μόλυνση συνεχίσει χωρίς θεραπεία για 2 με 3 εβδομάδες, μπορεί να μεταδοθεί στο ουροποιητικό σύστημα. Εδώ, μπορεί να συμπεριλάβει τον προστάτη, την κύστη, τα νεφρά και τους όρχεις. Σε περίπου 1 από τους 5 άνδρες που παραμένουν χωρίς θεραπεία για περισσότερο από ένα μήνα, τα βακτήρια μετακινούνται κάτω στο σπερματικό πόρο για να μολύνουν τη μία ή και τις δύο από τις δομές της επιδιδυμίδας που βρίσκονται κατά μήκος του πίσω μέρους κάθε όρχεως. Γενικά, μόνο μία πλευρά μολύνεται αρχικά, συνήθως η αριστερή. Ακόμα και μετά από επιτυχή αντιμετώπιση, η γονοκοκκική επιδιδυμίτιδα αφήνει ουλώδη ιστό, ο οποίος μπορεί να μπλοκάρει τη ροή του σπέρματος από τον όρχι που έχει επηρεαστεί. Το αποτέλεσμα συνήθως δεν είναι η στειρότητα, επειδή αυτή η επιπλοκή τυπικά επηρεάζει μόνο τον ένα όρχι. Ωστόσο, εάν εξακολουθήσει να μην υπάρχει θεραπεία αφού η επιδιδυμίτιδα έχει συμβεί στη μία πλευρά, η μόλυνση μπορεί να μεταδοθεί και στον άλλον όρχι, προκαλώντας μόνιμη στειρότητα.

Οι περισσότερες γυναίκες που έχουν μολυνθεί από γονόρροια δεν έχουν επίγνωση των πρώιμων συμπτωμάτων της νόσου. Τα συμπτώματα που μπορεί να γίνουν αντιληπτά περιλαμβάνουν μία επώδυνη αίσθηση ή αίσθημα καύσου κατά την ούρηση και/ή αυξημένες κολπικές εκκρίσεις.

Οι σοβαρέ επιπλοκές απορρέουν από τη μετάδοση της γονόρροιας στο ανώτερο αναπαραγωγικό σύστημα, όπου συχνά προκαλεί φλεγμονώδη νόσο της πυέλου (ΦΝΠ). Η στειρότητα και η έκτοπη κύηση είναι σοβαρές συνέπειες που περιστασιακά συσχετίζονται με τη γονοκοκκική ΦΝΠ.

Σε περίπου το 2% των ενήλικων ανδρών και γυναικών με γονόρροια, τα βακτήρια εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος και εξαπλώνονται σε όλο το σώμα προκαλώντας μια ποικιλία συμπτωμάτων, όπως ρίγη, πυρετό, απώλεια όρεξης, και πόνο στις αρθρώσεις. Σε σπάνιες περιπτώσεις ο γονόκοκκος μπορεί να εισβάλει στην καρδιά, το συκώτι, το νωτιαίο μυελό, και τον εγκέφαλο. Σε άλλες σπάνιες περιπτώσεις, ενήλικες έχουν μεταδώσει τα βακτήρια στα μάτια τους αγγίζοντάς τα αμέσως αφού άγγιξαν τη γεννητική τους περιοχή. Η στοματική επαφή με μολυσμένα γεννητικά όργανα μπορεί να καταλήξει σε μόλυνση του λαιμού. Η γονόρροια του ορθού μπορεί να προκληθεί από πρωκτική συνουσία ή, στις γυναίκες, από τη μετάδοση των βακτηρίων από τον κόλπο στο άνοιγμα του πρωκτού μέσω της εμμηνορρυσίας ή κολπικών εκκρίσεων.

Μέχρι το 1976 η γονόρροια μπορούσε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με πενικιλίνη ή τετρακυκλίνη. Από το 1976, ωστόσο, έχουν εμφανιστεί γονοκοκκικά βακτήρια που αντιστέκονται σε αυτές τις ουσίες. Επομένως, η θεραπεία πλέον αποτελείται από χρήση φαρμάκων που είναι αποτελεσματικά εναντίον και των δύο τύπων μικροβίων (δηλαδή και αυτών που αντιστέκονται στη θεραπεία πενικιλίνης/τετρακυκλίνης και αυτών που δεν αντιστέκονται).