Εκτός από τα συναισθήματα άγχους και ανησυχίας, τα άτομα με χρόνια σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) συχνά νιώθουν ότι έχουν φτάσει στο τέλος της ερωτικής και σεξουαλικής τους ζωής επειδή φοβούνται ότι οι άλλοι άνθρωποι δε θα θέλουν να θέσουν σε ρίσκο τους εαυτούς τους συνάπτοντας ερωτικές/σεξουαλικές σχέσεις με κάποιον που έχει μία ανίατη μόλυνση. Ωστόσο, το να έχει ένα άτομο ένα χρόνιο ΣΜΝ δε σημαίνει απαραίτητα αποχή από τις σχέσεις και το σεξ.
Μία επιλογή για τα άτομα με χρόνια ΣΜΝ είναι η σύναψη σχέσης με ένα/μία σύντροφο που έχει το ίδιο νόσημα (αν και αυτό μπορεί να είναι πιο δύσκολο από όσο ακούγεται επειδή κάποια ΣΜΝ έχουν πολλαπλές μορφές. Επομένως, για παράδειγμα, εάν κάποιος-α έχει έναν τύπο του HPV (του ιού που προκαλεί τα κονδυλώματα) αυτό δε σημαίνει ότι έχει ανοσία σε άλλες μορφές του ιού, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν διαφορετικά συμπτώματα και κινδύνους). Το πλεονέκτημα του να έχει ένα άτομο το ίδιο ΣΜΝ με το σύντροφό του είναι ότι κανείς από τους δύο δε χρειάζεται να ανησυχεί μήπως μεταδώσει στον άλλον το ιό, κάτι που μπορεί να ενισχύσει τη σεξουαλική οικειότητα. Υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός ιστοσελίδων και υπηρεσιών γνωριμίας που προσπαθούν να ταιριάξουν άτομα με το ίδιο ΣΜΝ. Τέτοιες υπηρεσίες έχουν γίνει πολύ δημοφιλείς εξαιτίας του γεγονότος ότι τόσα πολλά εκατομμύρια ανθρώπων έχουν χρόνια ΣΜΝ και θέλουν να βρούνε συντρόφους που δε θα τους κρίνουν με βάση το νόσημά τους και το ιστορικό τους και δε θα ανησυχούν τόσο για πιθανό ρίσκο μόλυνσης.
Ωστόσο, οι πιθανοί σύντροφοι δε χρειάζεται να περιοριστούν μόνο στα άτομα με το ίδιο ΣΜΝ, και εάν ένα άτομο έχει ήδη γνωρίσει κάποιον-α που του αρέσει και ο/η οποίος-α δεν έχει το ίδιο νόσημα, η κατάσταση μπορεί ακόμα να λειτουργήσει. Στο σύγχρονο κόσμο, είναι αυξανόμενα δυνατό για τα ζευγάρια στα οποία οι σύντροφοι δεν έχουν το ίδιο ΣΜΝ να έχουν ευτυχισμένες και υγιείς σεξουαλικές και ερωτικές σχέσεις. Φυσικά, τέτοιου είδους σχέσεις αντιμετωπίζουν κάποιες σημαντικές προκλήσεις. Αρχικά, είναι πιθανόν να υπάρχει κάποιο κοινωνικό στίγμα για τα ζευγάρια με διαφορετικό στάτους μόλυνσης. Για παράδειγμα, εάν ένα άτομο δεν είναι οροθετικό ( δεν έχει, δηλαδή, HIV –τον ιό που προκαλεί το AIDS-) αλλά αρχίσει να βγαίνει με κάποιον-α που είναι οροθετικός-ή, οι γονείς και οι φίλοι να μην εγκρίνουν τη σχέση αυτή από φόβο ότι το μη οροθετικό άτομο μπορεί να κολλήσει τον ιό.
Εκτός από την αντιμετώπιση κάποιων πιθανών κοινωνικών δυσκολιών, τα παραπάνω ζευγάρια χρειάζεται επίσης να αποφασίσουν πώς θα χειριστούν το ρίσκο μετάδοσης στο μη μολυσμένο σύντροφο. Αρχικά, ο μολυσμένος σύντροφος πρέπει να είναι συνεπής στη λήψη των φαρμάκων για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της νόσου του (π.χ., ημερήσια λήψη αντι-ρετροϊκών φαρμάκων για τα άτομα με HIV). Εάν ο μολυσμένος σύντροφος έχει HPV, μπορεί να είναι καλή ιδέα να κάνει ο μη μολυσμένος σύντροφος το εμβόλιο HPV. Δεύτερον, προφυλακτικά ή άλλου είδους μέθοδοι φραγμού θα πρέπει πάντα να χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας για ελαχιστοποίηση του ρίσκου μετάδοσης της μόλυνσης. Τέλος, τα μέλη του ζευγαριού πρέπει να έχουν τέλεια επικοινωνία. Αυτό συμπεριλαμβάνει αποκάλυψη του στάτους μόλυνσης στην αρχή της σχέσης, αναγνώριση και συζήτηση για ανησυχίες σχετικά με πιθανά ρίσκα, περιορισμό της σεξουαλικής δραστηριότητας όταν το ρίσκο μετάδοσης είναι υψηλό (π.χ. κατά τη διάρκεια ξεσπάσματος συμπτωμάτων του έρπητα), και θέσπιση και σεβασμό σεξουαλικών ορίων.