Από πού προέρχονται οι παραφιλίες; Όπως όλες οι άλλες σεξουαλικές νοοτροπίες και συμπεριφορές, έχουν βιο-ψυχο-κοινωνικές ρίζες. Για παράδειγμα, έχει υποστηριχτεί ότι ορισμένες ορμόνες (π.χ., τεστοστερόνη) και ορισμένοι νευροδιαβιβαστές (π.χ. σεροτονίνη) σχετίζονται με παραφιλικά ενδιαφέροντα. Ως υποστήριξη αυτής της ιδέας, η έρευνα έχει βρει ότι η λήψη φαρμάκων που αλλάζουν την ισορροπία αυτών των χημικών στο σώμα, είναι δυνατόν να μειωθούν οι παραφιλικές επιθυμίες. Επιπλέον, η ψυχολογική θεωρία της μάθησης υποστηρίζει αρκετές παραφιλίες αναπτύσσονται μέσω της μάθησης, το οποίο εξηγεί το γιατί τόσοι σεξουαλικοί θεραπευτές χρησιμοποιούν τη συμπεριφορική θεραπεία για την αντιμετώπιση των παραφιλικών διαταραχών. Κοινωνικοί παράγοντες επίσης παίζουν ρόλο, με την έρευνα να υποδηλώνει ότι οι φτωχές διαπροσωπικές δεξιότητες συσχετίζονται με πολλές παραφιλίες. Αυτό το εύρημα υποστηρίζει ότι όταν οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να βρούνε συντρόφους με τους οποίους να εξερευνήσουν πιο τυπικές σεξουαλικές συμπεριφορές, μπορεί να καταλήξουν να πειραματίζονται με πιο ασυνήθιστες μορφές σεξουαλικής έκφρασης.
Ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να παίζει κάποιο ρόλο στην ανάπτυξη των παραφιλιών είναι το εύρημα ότι η σεξουαλική διέγερση υπερνικά το αίσθημα της αηδίας. Με άλλα λόγια, όταν ένα άτομο βρίσκεται σε υψηλή διέγερση, κάποια πράγματα που φυσιολογικά θα θεωρούσε αηδιαστικά δε φαίνονται τόσο ενοχλητικά και, αντιθέτως, μπορεί να γίνουν αντιληπτά ως ευχάριστα. Σε μία καινοτόμο μελέτη των Borg και Jong (2012) ετεροφυλόφιλες γυναίκες χωρίστηκαν τυχαία σε τρεις ομάδες οι οποίες θα παρακολουθούσαν 1) μία σεξουαλικά διεγερτική ταινία, 2) μία διεγερτική αλλά μη σεξουαλική ταινία (π.χ. ανθρώπους να κάνουν ελεύθερη πτώση και να σκαρφαλώνουν σε βράχια), ή 3) μία ουδέτερη και μη διεγερτική ταινία. Στη συνέχεια, ζητήθηκε από τις συμμετέχουσες να εκτελέσουν μία σειρά αηδιαστικών καθηκόντων (π.χ. τους ζητήθηκε να βάλουν τα χέρια τους σε ένα μπολ με προφυλακτικά που φαίνονταν να έχουν χρησιμοποιηθεί και να ψηλαφήσουν το καθένα από αυτά). Οι γυναίκες που είχαν διεγερθεί σεξουαλικά ήταν οι πιο πρόθυμες να δοκιμάσουν τις αηδιαστικές δραστηριότητες και ένιωσαν τη λιγότερη αηδία μετά σε σύγκριση με τις άλλες ομάδες γυναικών. Αυτά τα ευρήματα μπορεί να βοηθήσουν στην εξήγηση του πώς μερικοί άνθρωποι αρχικά καταλήγουν να ενσωματώσουν φαινομενικά αηδιαστικά πράγματα στις σεξουαλικές τους ζωές. Αν τα υψηλά επίπεδα διέγερσης αλλάζουν τις αντιλήψεις μας και ανοίγουν το δρόμο για τη δοκιμή πραγμάτων από τα οποία φυσιολογικά θα απέχαμε, αυτό θα μπορούσε να θέσει τα θεμέλια για την ανάπτυξη ποικίλων ασυνήθιστων ενδιαφερόντων.