Η διαταραχή της σεξουαλικής διέγερσης στη γυναίκα ορίζεται ως η επίμονη ή επαναλαμβανόμενη αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης επαρκούς ύγρανσης-αγγειοδιαστολής των γεννητικών οργάνων ως απόκριση σε σεξουαλικό ερεθισμό, μέχρι την ολοκλήρωση της σεξουαλικής δραστηριότητας. Ωστόσο, πολλά στοιχεία δείχνουν ότι η φυσιολογική-σωματική απόκριση πολλές φορές δε συμπίπτει με την υποκειμενική εμπειρία. Η υποκειμενική εμπειρία σεξουαλικής διέγερσης των γυναικών φαίνεται να βασίζεται περισσότερο στη γενικότερη εκτίμηση της κατάστασης παρά στις σωματικές τους αντιδράσεις. Επομένως, για να γίνει η διάγνωση της διαταραχής της σεξουαλικής διέγερσης ρόλο παίζει και η υποκειμενική διέγερση. Στην περίπτωση που αυτή απουσιάζει, οι σωματικές εκδηλώσεις της διέγερσης (π.χ. κολπική ύγρανση, φούσκωμα της κλειτορίδας και των χειλέων του αιδοίου) μπορεί να είναι παρούσες αλλά τα αισθήματα σεξουαλικής ευχαρίστησης απουσιάζουν ή είναι μειωμένα σε σημαντικό βαθμό. Επιπλέον, για να γίνει η διάγνωση το πρόβλημα πρέπει να προκαλεί σημαντική προσωπική δυσφορία και/ή διαπροσωπικές δυσκολίες.
Εκτιμάται ότι η διαταραχή σεξουαλικής διέγερσης επηρεάζει περίπου το 7-10% του γυναικείου πληθυσμού.