Η γυναίκα με τη διαταραχή επίμονης σεξουαλικής διέγερσης τυπικά δεν είναι σε θέση να εντοπίσει κάποια αιτία με απόλυτη βεβαιότητα, αν και πολλές γυναίκες κάνουν υποθέσεις σχετικά με την αρχική αιτία των αισθήσεων που βιώνουν. Μερικές γυναίκες αποδίδουν την έναρξη της διαταραχής στην έναρξη, αύξηση, ή διακοπή ενός συγκεκριμένου είδους φαρμάκου (π.χ. αναστολείς επαναπρόσληψης νορεπινεφρίνης/ντοπαμίνης και/ή επιλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης), σε θεραπείες αντικατάστασης ορμονών, σε ποικίλες χειρουργικές επεμβάσεις (πχ. καισαρική), ή στην επίδοση σε δραστηριότητα κατά την οποία ασκήθηκε έντονη πίεση στα γεννητικά τους όργανα, όπως ποδηλασία. Μερικές γυναίκες αναρωτιούνται αν τα αισθήματα διέγερσης μπορεί να οφείλονται σε προηγούμενη σεξουαλική κακοποίηση ή σεξουαλική υπερβολή (πχ. η πεποίθηση ότι επιδίδονταν σε υπερβολικό αυνανισμό ως παιδιά ή νεαρές ενήλικες). Άλλες γυναίκες είναι πεπεισμένες ότι η διαταραχή αρχικά αναπτύχθηκε ως αποτέλεσμα τραυματισμού στην πύελο ή μιας σωματικής βλάβης (π.χ. νευρολογικής). Άλλες γυναίκες νιώθουν ότι ανεξάρτητα από την αρχική αιτία, τα συμπτώματά τους φαίνεται να εντείνονται σε περιόδους μεγάλης ψυχολογικής δυσφορίας ή αυξημένου άγχους. Λίγες γυναίκες έχουν αναφέρει ότι όταν νιώθουν σεξουαλικά στερημένες βιώνουν δυνατά αισθήματα γεννητικής διέγερσης.
Μεταξύ των σεξολόγων δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με την αιτιολογία της διαταραχής της επίμονης σεξουαλικής διέγερσης. Πιθανότητες που ερευνούνται ως αιτιολογικοί παράγοντες είναι: κεντρικές και/ή περιφερικές νευρολογικές αλλαγές (π.χ. τραύματα κεφαλής, συγκεκριμένες ανωμαλίες από κακώσεις του εγκεφάλου, επιληπτικές διαταραχές, υπερευαισθησία των πυελικών νεύρων), η χρήση ορισμένων φαρμάκων (έναρξη ή διακοπή αντικαταθλιπτικών ή άλλων φαρμάκων), η ψυχολογική ευαλωτότητα (ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης, μεγάλο άγχος), ή συνδυασμοί των τριών. Πολλές περιπτώσεις φαίνεται να είναι ιδιοπαθείς, χωρίς να είναι δυνατό να καθοριστεί συγκεκριμένη αιτιολογία.
Η θεραπεία δίνει έμφαση στη διαχείριση των συμπτωμάτων μαζί με αρχική χρήση αναισθητικών προϊόντων που μουδιάζουν την περιοχή και προσφέρουν κάποια χαλάρωση των μυών του πυελικού εδάφους. Η θεραπεία πρέπει να εστιάζει στον έλεγχο παρά στην εξάλειψη του παραπόνου εφόσον μπορεί να ξανασυμβεί. Η κοινωνική στήριξη, η αυτό-ύπνωση, τα φάρμακα, η φυσικοθεραπεία και ασκήσεις διατάσεων, και γνωστικές/συμπεριφορικές παρεμβάσεις αποτελούν πλευρές της θεραπευτικής προσέγγισης. Η τροποποίηση των απαισιόδοξων σκέψεων και η υιοθέτηση πιο προσαρμοστικών τρόπων σκέψης μπορεί να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος.