Από τις αρχές έως και τα μέσα περίπου του 1900, η άποψη ότι οι ομοφυλόφιλοι ήταν πνευματικά άρρωστοι ήταν ευρέως διαδεδομένη. Μέχρι και το 1951, η λοβοτομή (επέμβαση που αποκόβει νευρικές συνδέσεις στο μετωπιαίο λοβό του εγκεφάλου) γινόταν ως θεραπεία για την ομοφυλοφιλία. Ψυχοθεραπεία, φάρμακα, ορμόνες, ύπνωση, ηλεκτροσόκ και θεραπεία αποστροφής (ο συνδυασμός φαρμάκων που προκαλούν ναυτία ή ηλεκτροσόκ με ομοφυλοφιλικά ερεθίσματα) έχουν όλα χρησιμοποιηθεί για τον ίδιο σκοπό.
Στην πραγματικότητα, έρευνες δεκαετιών αντιτίθενται στην ιδέα ότι οι ομοφυλόφιλοι άνθρωποι είναι ψυχικά άρρωστοι. Αν και κάποιες μελέτες έχουν βρει ότι οι ομοφυλόφιλοι άνδρες παρουσιάζουν ένα ελαφρώς αυξημένο ποσοστό κατάθλιψης και άγχους σε σχέση με τους ετεροφυλόφιλους άνδρες, αυτή η διαφορά οφείλεται μάλλον στο στίγμα που είναι συνυφασμένο με την ανδρική ομοφυλοφιλία και στο άγχος της αντιμετώπισης της επιδημίας του AIDS.
Το 1973 ο Αμερικανικός Ψυχιατρικός Σύνδεσμος αφαίρεσε την ομοφυλοφιλία από τις διαγνωστικές κατηγορίες των ψυχικών διαταραχών. Ο Αμερικανικός Σύνδεσμος Ψυχολόγων επίσης δεν κατηγοριοποιεί πλέον την ομοφυλοφιλία ως πνευματική/ψυχική νόσο.
Έτσι, σήμερα, πολλοί ψυχολόγοι και σεξολόγοι, αντί να προσπαθούνε να «θεραπεύσουνε» τα ομοφυλόφιλα άτομα αλλάζοντας το σεξουαλικό τους προσανατολισμό, εστιάζουν τη θεραπεία στο να τα βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν την αρνητική στάση της κοινωνίας. Στόχος της θεραπείας είναι, δηλαδή, να βοηθήσει τα άτομα να ζήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα σε μια κοινωνία που τρέφει σημαντική εχθρότητα για αυτά. Αυτή η αλλαγή στη θεραπευτική πρακτική είναι σημαντική επειδή καθορίζει το πρόβλημα ως αρνητικότητα της κοινωνίας απέναντι στην ομοφυλοφιλία και δε θεωρεί πρόβλημα την ίδια την ομοφυλοφιλία.