Άρθρα,Για την Γυναίκα,Για τον Άνδρα

Τάνια Μπαταλαμά Σεξολόγος, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια Σεξουαλικών Δυσλειτουργιών.


Ο όρος σεξουαλική παρενόχληση αναφέρεται σε οποιαδήποτε ανεπιθύμητη λεκτική, μη λεκτική ή σωματική συμπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα που αποσκοπεί ή έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος στο χώρο εργασίας, στο στρατό ή σε ακαδημαϊκό περιβάλλον. Η σεξουαλική παρενόχληση είναι παράνομη και μπορεί να πάρει μία από δύο μορφές: 1) αντάλλαγμα (quid pro quo), το οποίο συμβαίνει όταν ένα άτομο που βρίσκεται σε θέση ισχύος προσφέρει κάποιο πλεονέκτημα ή ανταμοιβή (π.χ. μία προαγωγή ή έναν καλό βαθμό) σε αντάλλαγμα για σεξουαλική χάρη, και 2) εχθρικό περιβάλλον, το οποίο συμβαίνει όταν οι λέξεις ή οι πράξεις σεξουαλικής φύσης από άλλους ανθρώπους δημιουργούν ένα εχθρικό ή κακοποιητικό περιβάλλον για το θύμα. Όπως είναι σαφές από αυτούς τους ορισμούς, αρκετές διαφορετικές δραστηριότητες θα μπορούσαν εν δυνάμει να θεωρηθούν παρενόχληση, ποικίλλοντας από σεξουαλικά αιτήματα έως ωμά αστεία και ανάρμοστο άγγιγμα. Επιπλέον, η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να διαπραχθεί από άτομο οποιουδήποτε φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού και επίσης τα θύματα μπορεί να ανήκουν σε οποιοδήποτε φύλο και προσανατολισμό. Ωστόσο, οι περισσότερες περιπτώσεις παρενόχλησης τείνουν να διαπράττονται από άνδρες εναντίον γυναικών. Τα κίνητρα της σεξουαλικής παρενόχλησης ποικίλουν. Κάποια άτομα μπορεί να παρενοχλούν εξαιτίας σεξουαλικής επιθυμίας, ανάγκης για κυριαρχία και έλεγχο επάνω σε άλλους, αρνητικών στερεοτύπων για το φύλο ή τη σεξουαλικότητα του θύματος, ή της αντίληψης ότι το θύμα αποτελεί ανταγωνιστική απειλή (π.χ. σε μία εταιρεία).

Η σεξουαλική παρενόχληση που αφορά αντάλλαγμα είναι ίσως η πιο εύκολα αναγνωρίσιμη. Συνήθως υπάρχει μικρή ασάφεια σε ένα σεξουαλικό αίτημα ως ανταλλαγή για ευνοϊκή μεταχείριση. Σε αντίθεση, η σεξουαλική παρενόχληση που αφορά εχθρικό περιβάλλον είναι συχνά λιγότερο εμφανής. Ο λόγος για αυτό είναι επειδή διαφορετικά άτομα μπορεί να αντιληφθούν την ίδια σεξουαλική πράξη με πολύ διαφορετικό τρόπο. Το καθοριστικό στοιχείο για να καθοριστεί το πότε μία δεδομένη συμπεριφορά γίνεται σεξουαλική παρενόχληση είναι το πώς αυτή η συμπεριφορά γίνεται αντιληπτή από το θύμα. Η παρενόχληση πρέπει να είναι ανεπιθύμητη και πρέπει να κάνει το θύμα να αισθάνεται άβολα ή προσβεβλημένο. Ωστόσο, το να αποδειχτεί στο δικαστήριο ότι όντως συνέβη η σεξουαλική παρενόχληση είναι άλλο θέμα. Σύμφωνα με τις έρευνες, οι αγωγές που αφορούν σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας είναι πιο πιθανό να καταλήξουν υπέρ του θύματος όταν η παρενόχληση ήταν σοβαρή, υπήρχαν μάρτυρες ή αποδεικτικά στοιχεία, και το θύμα ενημέρωσε τη διεύθυνση για τη δραστηριότητα, αλλά η διεύθυνση δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Επομένως, ένας άνδρας ο οποίος κάνει ένα χοντροκομμένο αστείο μία φορά στο διάλειμμα αλλά επιπλήττεται αργότερα από το αφεντικό του θα ήταν απίθανο να βρεθεί σε νομικά δυσχερή θέση. Σε αντίθεση, μία γυναίκα η οποία επανειλημμένως κοροϊδεύει έναν ομοφυλόφιλο συνάδελφο για τη σεξουαλικότητά του μπροστά στο υπόλοιπο προσωπικό θα ήταν πιο πιθανό να αντιμετωπίσει νομικές κυρώσεις.

Οι εκτιμήσεις για το πόσο διαδεδομένη είναι η σεξουαλική παρενόχληση ποικίλλουν από μελέτη σε μελέτη ανάλογα με το πώς ορίζεται η παρενόχληση, τη φύση του δείγματος, και το περιβάλλον (π.χ. εργασιακός χώρος, σχολείο, στρατός). Ωστόσο, όλες οι μελέτες υποδηλώνουν ότι είναι σχετικά συνηθισμένο φαινόμενο.

Η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να έχει πολλές αρνητικές συνέπειες για τα θύματά της. Το ψυχολογικό αντίκτυπο περιλαμβάνει κατάθλιψη, άγχος, και μετα-τραυματικό στρες. Ως αποτέλεσμα, δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι η παρενόχληση συχνά επηρεάζει την επίδοση των θυμάτων στην εργασία και το σχολείο. Όχι μόνο μειώνεται η ποιότητα της δουλειάς των θυμάτων, αλλά τα τελευταία είναι επίσης πιο ευάλωτα σε απουσίες και, όταν αυτό συμβαίνει στο χώρο εργασίας, τα θύματα συχνά καταλήγουν να παραιτούνται.