Ο τρόπος που διαμορφώνουμε δεσμούς, ο οποίος έχει τις ρίζες του στη βρεφική ηλικία, έχει μεγάλο αντίκτυπο στον τρόπο που σχετιζόμαστε με τους ερωτικούς μας συντρόφους. Μεγάλο κομμάτι της επιστημονικής μας γνώσης για το πώς καθιερώνονται τα στιλ των δεσμών και πώς μας επηρεάζουν αργότερα προέρχεται από την εργασία της αναπτυξιακής ψυχολόγου Mary Ainsworth, η οποία χρησιμοποίησε μια εργαστηριακή διαδικασία την οποία ονόμασε η «κατάσταση του ξένου». Σε αυτή τη διαδικασία η συμπεριφορά ενός βρέφους ενός έτους σε ένα μη οικείο περιβάλλον αξιολογείται υπό διάφορες συνθήκες: με τη μητέρα παρούσα, με τη μητέρα κι έναν ξένο παρόντες, με μόνο έναν ξένο παρόντα, και εντελώς μόνο.
Η Ainsworth ανακάλυψε ότι τα βρέφη αντιδρούν διαφορετικά σε αυτές τις διαφορετικές συνθήκες. Μερικά, τα οποία θεώρησε ότι έχουν ασφαλή δεσμό, χρησιμοποίησαν τις μητέρες τους ως ασφαλή βάση για να εξερευνήσουν χαρούμενα το νέο περιβάλλον και να παίξουν με τα παιχνίδια στο δωμάτιο. Όταν χωρίστηκαν από τις μητέρες τους, τα βρέφη με ασφαλή δεσμό φάνηκε να νιώθουν ασφαλή, εξέφρασαν μόνο μέτρια δυσφορία για την απουσία των μητέρων τους, και έμοιαζαν να έχουν αυτοπεποίθηση ότι οι μητέρες τους θα επιστρέψουν για να προσφέρουν στοργή και προστασία. Όταν βρέθηκαν ξανά με τις μητέρες τους, αυτά τα βρέφη επεδίωξαν επαφή και συχνά ξανάρχισαν να εξερευνούν το περιβάλλον τους. Τα βρέφη με μη ασφαλή δεσμό αντέδρασαν διαφορετικά. Έδειξαν μεγαλύτερο δισταγμό και μικρότερη τάση να αφήσουν το πλευρό των μητέρων τους για να εξερευνήσουν. Βίωσαν σημαντική δυσφορία όταν οι μητέρες τους έφυγαν, συχνά κλαίγοντας δυνατά, και όταν οι μητέρες τους επέστρεψαν, συχνά φαίνονταν θυμωμένα, εκφράζοντας θυμό ή αδιαφορία.
Η ανάλυση των δεδομένων από την έρευνα της Ainsworth επέτρεψε το διαχωρισμό της κατηγορίας των βρεφών με μη ασφαλή δεσμό σε δύο υποκατηγορίες. Στη μία υποκατηγορία ανήκαν τα βρέφη με δεσμό αμφιθυμίας, δηλαδή τα βρέφη που επέδειξαν ακραίο άγχος αποχωρισμού όταν έφυγαν οι μητέρες τους και στην άλλη υποκατηγορία ανήκαν τα βρέφη με δεσμό αποφυγής, δηλαδή τα βρέφη μου έμοιαζαν να θέλουν στενή σωματική επαφή με τις μητέρες τους αλλά ήταν απρόθυμα να την αποζητήσουν, προφανώς επειδή μπορούσαν να διαισθανθούν την αδιαφορία ή την έλλειψη δεσμού με τις μητέρες τους.
Πώς εξηγούνται αυτές οι διαφορές στα στιλ δεσμού; Η απάντηση πιθανότατα βρίσκεται σε ένα συνδυασμό έμφυτων διαφορών μεταξύ των βρεφών και γονεϊκών πρακτικών. Μερικά βρέφη έχουν την έμφυτη προδιάθεση να αναπτύξουν πιο ασφαλείς δεσμούς σε σχέση με άλλα, όπως ακριβώς μερικά νεογέννητα φαίνονται να ανταποκρίνονται πιο θετικά στις αγκαλιές σε σχέση με άλλα. Ένας δεύτερος παράγοντας που συμβάλλει στις διαφορές στις αντιδράσεις των βρεφών στην κατάσταση με τον ξένο ήταν ο τρόπος που οι μητέρες τους ανταποκρίνονταν σε αυτά στο σπίτι. Οι μητέρες των βρεφών με ασφαλή δεσμό έτειναν να είναι ευαίσθητες και να ανταποκρίνονται στα βρέφη τους. Για παράδειγμα, μερικές μητέρες τάιζαν τα μωρά τους όταν πεινούσαν αντί να ακολουθούν ένα καθορισμένο πρόγραμμα. Επίσης έτειναν να αγκαλιάζουν τα μωρά τους και σε άλλες στιγμές εκτός από το τάισμα ή το άλλαγμα της πάνας. Σε αντίθεση, οι μητέρες των βρεφών με μη ασφαλή δεσμό έτειναν να είναι λιγότερο ευαίσθητες και αποκριτικές και ήταν ασυνεπείς στις αντιδράσεις τους προς τα μωρά τους. Για παράδειγμα, τάιζαν τα βρέφη τους όποτε ήθελαν και μερικές φορές αγνοούσαν τις πεινασμένες κραυγές του μωρού σε άλλες στιγμές. Αυτές οι μητέρες επίσης έτειναν να αποφεύγουν τη στενή σωματική επαφή με τα μωρά τους.
Η εγκαθίδρυση ενός ασφαλούς και με εμπιστοσύνη δεσμού ανάμεσα σε ένα παιδί και σε ένα γονιό φαίνεται να έχει παρατηρήσιμα αποτελέσματα στη μετέπειτα ανάπτυξη του παιδιού. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά με ασφαλή δεσμό, που μαθαίνουν ότι οι γονείς είναι μια πηγή ασφάλειας και εμπιστοσύνης, είναι πιθανό να παρουσιάσουν πολύ μεγαλύτερη κοινωνική προσαρμοστικότητα από ότι τα παιδιά με μη ασφαλή δεσμό. Τα παιδιά με δεσμό αμφιθυμίας, που έχουν μάθει ότι οι γονείς ανταποκρίνονται με ασυνέπεια στις ανάγκες τους, συχνά νιώθουν αβεβαιότητα σε νέες καταστάσεις, και συχνά εκδηλώνουν αρνητικές αντιδράσεις σε καταστάσεις ζωής, όπως θυμωμένα ξεσπάσματα, μία έμμονη ανάγκη να βρίσκονται κοντά στους γονείς τους, και μία ασυνέπεια ως απόκριση στους άλλους που αντανακλά αμφιθυμία σχετικά με το πώς να αντιδράσουν. Τα παιδιά με δεσμό αποφυγής, των οποίων οι γονείς συχνά τα αμελούν, αναπτύσσουν αρνητική άποψη για τους άλλους και είναι απρόθυμα να αφήσουν τους άλλους να τα πλησιάσουν.
Αυτά τα διάφορα είδη δεσμών, που αναπτύσσονται στη βρεφική ηλικία, τείνουν να συνεχίζονται σε όλη μας τη ζωή κα να ασκούν σημαντική επιρροή και στη δυνατότητά μας να αναπτύξουμε ερωτικούς δεσμούς και στον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους συντρόφους μας.