Αν και γνωρίζουμε ότι τα οιστρογόνα συμβάλλουν σε μια γενική αίσθηση ευεξίας, βοηθούν στη διατήρηση της πυκνότητας και της ελαστικότητας της επίστρωσης του κόλπου, και συμβάλλον στη λίπανση του κόλπου, ο ρόλος των οιστρογόνων στη γυναικεία σεξουαλική συμπεριφορά δεν είναι ακόμη σαφής. Κάποιοι ερευνητές έχουν αναφέρει ότι όταν γυναίκες που έχουν εισέλθει στην εμμηνόπαυση (η εμμηνόπαυση συσχετίζεται με σημαντική μείωση στην παραγωγή οιστρογόνων) ή γυναίκες των οποίων οι ωοθήκες έχουν αφαιρεθεί για ιατρικούς λόγους λάβουν θεραπεία αποκατάστασης οιστρογόνων, βιώνουν όχι μόνο αυξημένη κολπική λίπανση αλλά επίσης κάπως αυξημένη σεξουαλική επιθυμία, ευχαρίστηση και δυνατότητα για οργασμό.
Άλλοι ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι η θεραπεία αποκατάστασης οιστρογόνων δεν έχει ευδιάκριτο αντίκτυπο στη σεξουαλική επιθυμία, και, ότι όταν τα οιστρογόνα χορηγούνται σε σχετικά υψηλές δόσεις, μπορούν ακόμα και να μειώσουν τη λίμπιντο. Δεδομένων αυτών των αντικρουόμενων ευρημάτων, ο ρόλος των οιστρογόνων στη σεξουαλική κινητοποίηση και λειτουργία των γυναικών παραμένει ασαφής.
Υπάρχει πολύ μικρότερη ασάφεια σχετικά με το ρόλο της τεστοστερόνης στη γυναικεία σεξουαλικότητα. Σημαντικά στοιχεία αφήνουν μικρή αμφιβολία για το ότι η τεστοστερόνη παίζει σημαντικό ρόλο ως η κύρια ορμόνη για τη λίμπιντο στις γυναίκες. Πολλές πειραματικές αξιολογήσεις των αποτελεσμάτων της τεστοστερόνης στη γυναικεία σεξουαλικότητα παράγουν στοιχεία μιας σαφούς αιτιώδους σχέσης ανάμεσα στα επίπεδα της τεστοστερόνης που κυκλοφορεί στο αίμα και τη σεξουαλική επιθυμία, την ευαισθησία των γεννητικών οργάνων, και τη συχνότητα της σεξουαλικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η θεραπεία υποκατάστασης τεστοστερόνης ενισχύει τη σεξουαλική επιθυμία και διέγερση στις γυναίκες που έχουν εισέλθει στην εμμηνόπαυση.
Άλλες έρευνες έχουν ανακαλύψει ότι οι γυναίκες που έλαβαν θεραπεία υποκατάστασης τεστοστερόνης ή οιστρογόνων-τεστοστερόνης μετά από φυσική εμμηνόπαυση ή χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών τους (ωοθηκεκτομή) βιώνουν αξιοσημείωτα μεγαλύτερα επίπεδα σεξουαλικής επιθυμίας, σεξουαλικής διέγερσης, και σεξουαλικών φαντασιώσεων σε σχέση με γυναίκες οι οποίες έλαβαν μόνο οιστρογόνα ή καθόλου ορμονοθεραπεία μετά την επέμβαση.
Τα περισσότερα από τα στοιχεία που υποδηλώνουν τη σημασία της τεστοστερόνης στη γυναικεία σεξουαλική λειτουργία έχουν προέλθει από μελέτες γυναικών με χαμηλά επίπεδα της ορμόνης αυτής εξαιτίας ωοθηκεκτομής, επινεφριδεκτομής, ή φυσικής εμμηνόπαυσης. Μία μελέτη μεγάλου ενδιαφέροντος επεδίωξε να καθορίσει τα αποτελέσματα της συμπληρωματικής τεστοστερόνης στη φυσιολογική και υποκειμενική διέγερση σε μία ομάδα σεξουαλικά λειτουργικών γυναικών με φυσιολογικά ορμονικά επίπεδα. Οι ερευνητές βρήκαν ότι η υπογλώσσια χορήγηση τεστοστερόνης προκάλεσε μια σημαντική αύξηση στη γεννητική αποκρισιμότητα εντός λίγων ωρών και ότι υπήρχε μία ισχυρή και σημαντική συσχέτιση μεταξύ της αύξησης της γεννητικής διέγερσης και των υποκειμενικών αναφορών για τη «γεννητική αίσθηση» και τον «σεξουαλικό πόθο».
Άλλες μελέτες έχουνε βρει ότι όταν η τεστοστερόνη χορηγείται σε γυναίκες με ιστορικό χαμηλής σεξουαλική επιθυμίας και ανεσταλμένης σεξουαλικής διέγερσης, οι αναφερόμενες συχνότητες σεξουαλικών φαντασιώσεων, αυνανισμού, και σεξουαλικής αλληλεπίδρασης με σύντροφο τυπικά αυξάνονται. Επιπλέον, όταν οι ερευνητές συνέκριναν τα επίπεδα τεστοστερόνης σε μια ομάδα υγιών, σεξουαλικά λειτουργικών γυναικών με τα επίπεδα σε μια ομάδα γυναικών με ιστορικό ισόβιας χαμηλής σεξουαλικής επιθυμίας, βρήκαν στοιχεία που συνέδεαν τη χαμηλή λίμπιντο με μειωμένα επίπεδα τεστοστερόνης. Οι γυναίκες στην ομάδα με τη χαμηλή λίμπιντο βρέθηκαν να έχουν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης από ότι οι γυναίκες στη σεξουαλικά λειτουργική ομάδα.