Άρθρα,Για την Γυναίκα

Τάνια Μπαταλαμά Σεξολόγος, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια Σεξουαλικών Δυσλειτουργιών.


Καθώς δεν υπάρχουν ακόμα επιστημονικά τεκμηριωμένες βιολογικές θεραπείες για τη χαμηλή σεξουαλική επιθυμία στις γυναίκες, η ψυχολογική θεραπεία είναι ο κύριος τρόπος αντιμετώπισης. Αρχικά γίνεται βιο-ψυχο-κοινωνική καθώς και σεξουαλική αξιολόγηση, η οποία στοχεύει στην αναγνώριση των αιτιολογικών παραγόντων που προδιαθέτουν και διατηρούν το πρόβλημα. Σκοπός είναι να γίνει κατανοητό για ποιο λόγο απουσιάζουν τα κίνητρα για σεξουαλική δραστηριότητα, και γιατί η έκβαση της συνουσίας δεν είναι ικανοποιητική (π.χ. φόβος εγκυμοσύνης, δυσπαρευνία, δυσλειτουργία του συντρόφου, περαιτέρω απόδειξη υπογονιμότητας, έλλειψη σεξουαλικής ικανοποίησης).  Το τωρινό και προηγούμενο πλαίσιο διασαφηνίζεται μαζί με λεπτομέρειες στο ξεκίνημα των δυσκολιών. Αποκτάται η πλήρης εικόνα της σεξουαλικής απόκρισης της γυναίκας και του συντρόφου της και διασαφηνίζεται ο βαθμός δυσφορίας που προκαλείται από το πρόβλημα.

Παράγοντες που προδιαθέτουν το πρόβλημα περιλαμβάνουν ψυχολογικούς παράγοντες που εμποδίζουν την ικανότητα για διέγερση όπως φόβος ευαλωτότητας, ενοχές ή ντροπή για το σεξ, προηγούμενες αρνητικές σεξουαλικές εμπειρίες, περισπασμοί ενώ η γυναίκα προσπαθεί να ανταποκριθεί σεξουαλικά και υπερβολική ανάγκη για έλεγχο. H έλλειψη κατάλληλου σεξουαλικού πλαισίου και σεξουαλικού ερεθισμού είναι συχνή αιτία που προκαλεί και συντηρεί τη χαμηλή επιθυμία.  Κοινά παραδείγματα περιλαμβάνουν τα πολύ λίγα χάδια σε περιοχές εκτός των γεννητικών οργάνων και την έλλειψη ασφάλειας ή ιδιωτικότητας.  Η συναισθηματική σταθερότητα, η παρουσία κατάθλιψης και η αυτοεικόνα της γυναίκας επίσης παίζουν ρόλο. Από τους βιολογικούς παράγοντες που μειώνουν την ικανότητα για διέγερση, η κούραση είναι ίσως ο πιο σημαντικός. Άλλα βιολογικά αίτια περιλαμβάνουν την αδυναμία από χρόνιες ασθένειες όπως νεφρική ανεπάρκεια, τα φάρμακα (πχ αντικαταθλιπτικά), το χρόνιο πόνο, και λιγότερο συχνά, την υπερ-προλακτιναιμία και τον υποθυρεοειδισμό. Η χαμηλή δραστηριότητα ανδρογόνων –π.χ. σε νέες γυναίκες με ξαφνική απώλεια των ωοθηκικών ανδρογόνων και σε γυναίκες με ασθένειες στην υπόφυση όπου τα επίπεδα της τεστοστερόνης μειώνονται ξαφνικά- επίσης παίζει ρόλο. Διαπροσωπικά θέματα μπορεί και να προκαλούν και να συντηρούν το πρόβλημα, ιδιαίτερα όταν υπάρχει ελάχιστη συναισθηματική οικειότητα με το σύντροφο.

Δεδομένης της αλληλεπίδρασης σώματος και μυαλού οι σκόπιμες αλλαγές στις σκέψεις και τη συμπεριφορά οδηγούν όχι μόνο σε νέα συναισθήματα αλλά και σε διαφορετική σεξουαλική φυσιολογία. Για παράδειγμα, χρειάζεται να αλλάξουν οι αρνητικές σκέψεις και στάσεις της γυναίκας για το σεξ ή να ανασκευαστούν διαστρεβλωμένες σκέψεις.  Χρησιμοποιείται μια ποικιλία μεθόδων, όπως η ενίσχυση της ερωτικής απόκρισης μέσω της αυτοϊκανοποίησης και των διεγερτικών φαντασιώσεων, η μείωση του άγχους με κατάλληλη πληροφόρηση και ασκήσεις αισθησιακής εστίασης όπου γίνεται σταδιακά μετάβαση από άγγιγμα και χάδια που δεν είναι μόνο σεξουαλικά σε χάδια που είναι αισθησιακά και στη συνέχεια αμιγώς σεξουαλικά, και η επέκταση του ρεπερτορίου των σεξουαλικών δραστηριοτήτων. Συνήθως γίνεται συνδυασμός συγκεκριμένων ασκήσεων με ψυχοθεραπεία, η οποία έχει στόχο να βοηθήσει το άτομο να κατανοήσει και να επιλύσει τυχόν υποσυνείδητες συγκρούσεις σχετικά με τη σεξουαλική απόλαυση και την οικειότητα, όπως σχέση με γονείς και θέματα οικογένειας. Όταν η χαμηλή σεξουαλική επιθυμία είναι σύμπτωμα ανεπίλυτων προβλημάτων στη σχέση του ζευγαριού, η θεραπεία εστιάζει στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των συντρόφων οι οποίες συμβάλλουν στην έλλειψη της σεξουαλικής επιθυμίας, όπως θέματα εμπιστοσύνης και σεβασμού. Δεδομένου του γεγονότος ότι η σεξουαλικότητα της γυναίκας επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την αλληλεπίδραση με το σύντροφο, βοηθά πολύ το να συμμετάσχει στη θεραπεία και ο τελευταίος.